veinule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
veinule veinules

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

veinule (fr) θηλυκό