strength
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
strength | strengths |
strength (en)
- η δύναμη, το να είναι κανείς δυνατός
- η ισχύς
- ⮡ God is my strength - Ισχύς μου ο Θεός
- το πιο δυνατό μέρος από κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 391. ISBN 9780194325684., λήμμα: ισχύς