straighten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | straighten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | straightens |
αόριστος | straightened |
παθητική μετοχή | straightened |
ενεργητική μετοχή | straightening |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]straighten (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ισιώνω, τακτοποιώ, γίνεται ίσιο ή κάνω κάτι ίσιο
- ↪ I am straightening an iron rod.
- Ισιώνω μια σιδερένια ράβδο.
- ↪ I am straightening out my tie.
- Τακτοποιώ τη γραβάτα μου.
- ↪ I am straightening an iron rod.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ισιώνω, κάνω το σώμα μου ίσιο
- ↪ I am straightening myself up.
- Ισιώνω το κορμί μου.
- ↪ I am straightening myself up.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- straighten - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 388, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: ισιώνω, τακτοποιώ