ofta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ofta < oft- + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ofta oftaj
αιτιατική oftan oftajn

ofta (eo)

ĝi estas ofta nomo, είναι συνηθισμένο όνομα (είναι όνομα που συναντιέται συχνά)