obywatel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]obywatel (pl) αρσενικό
- ο πολίτης, αυτός που έχει την υπηκοότητα μιας χώρας, που έχει πολιτικά δικαιώματα