nonne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nonne < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nonne nonnes

nonne (fr) θηλυκό

nonne (la)

Nonne ingeniosus es? - Certo, ingeniosus sum!
Δεν είσαι έξυπνος; - Και βέβαια είμαι έξυπνος!