nonne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- nonne < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nonne | nonnes |
nonne (fr) θηλυκό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Μόριο
[επεξεργασία]nonne (la)
- ερωτηματικό μόριο, αρχίζει μια ερώτηση στην οποία αναμένεται καταφατική απάντηση
- Nonne ingeniosus es? - Certo, ingeniosus sum!
- Δεν είσαι έξυπνος; - Και βέβαια είμαι έξυπνος!