laziness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
laziness < lazy + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

laziness (en) (μη μετρήσιμο, κακόσημο)

  • η τεμπελιά
    His main enemy is laziness.
    Ο κυριότερος εχθρός του είναι η τεμπελιά.