implement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

implement (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) Git In The Trenches. Πρόσβαση 2020-12-11.