faith
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]faith (en)
- (μη μετρήσιμο) η πίστη, εμπιστοσύνη στις ικανότητες ή τις γνώσεις κάποιου· εμπιστοσύνη ότι κάποιος ή κάτι θα κάνει αυτό που έχει υποσχεθεί
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η πίστη, βαθιά θρησκευτική πίστη
- η πίστη, μια συγκεκριμένη θρησκεία
- ⮡ the Christian faith - η χριστιανική πίστη