chase
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | chase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chases |
αόριστος | chased |
παθητική μετοχή | chased |
ενεργητική μετοχή | chasing |
Ρήμα
[επεξεργασία]chase (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- chase - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243-244. ISBN 9780194325684., λήμμα: διώχνω