bacille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.sil/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bacille bacilles

bacille (fr) αρσενικό