χολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χολή | οι | χολές |
γενική | της | χολής | των | χολών |
αιτιατική | τη | χολή | τις | χολές |
κλητική | χολή | χολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χολή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐λή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χολή θηλυκό
- (ανατομία) η χοληδόχος κύστη
- πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι
- (μεταφορικά) κακία
- μιλούσε και τα λόγια του έσταζαν χολή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μου έκοψε τη χολή: με αιφνιδίασε και με τρόμαξε, με κοψοχόλιασε
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- μελαγχολία, μελαγχολώ, μελαγχολικός
- πικρόχολος
- χοληδόχος
- χοληστερίνη
- χοληστερόλη
- χοληφόρος
- χολοκυστεκτομή
- χολοκυστίτιδα
- χολοκυστογραφία
- χολολιθίαση
- χολόλιθος
- χολοσκάω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)