συμβουλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβουλή < αρχαία ελληνική συμβουλή < συμ- (συν-) + βουλή
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμβουλή θηλυκό
- η άποψη κάποιου ειδικού (ή ενός που γνωρίζει καλά ένα θέμα ή έχει εμπειρία), που απευθύνεται σε άτομο λιγότερο ειδικό (ή με λιγότερες ή καθόλου γνώσεις) και το κατευθύνει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασυμβούλευτος
- εθνοσύμβουλος
- ηγουμενοσυμβούλιο
- μυστικοσύμβουλος
- συμβουλάτορας
- συμβουλευτής
- συμβουλευτικά
- συμβουλευτικός
- συμβουλεύω / συμβουλεύομαι
- συμβούλιο
- σύμβουλος
- → δείτε τις λέξεις συν και βουλή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)