σκρόφα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκρόφα οι σκρόφες
      γενική της σκρόφας των σκροφών
    αιτιατική τη σκρόφα τις σκρόφες
     κλητική σκρόφα σκρόφες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκρόφα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκρόφα ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκρόφα < λατινική scrofa (αγριόχοιρος)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκρόφα θηλυκό

  1. το θηλυκό γουρούνι
     συνώνυμα: γουρούνα
  2. (υβριστικό) υβριστικός χαρακτηρισμός που απευθύνεται σε μία γυναίκα
     συνώνυμα: παλιογυναίκα
  3. (μεταφορικά) πόρνη
     συνώνυμα: πουτάνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]