πρόσκομμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόσκομμα < (ελληνιστική κοινή) πρόσκομμα < αρχαία ελληνική προσκόπτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόσκομμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρόσκομμα
Πηγές
[επεξεργασία]- πρόσκομμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας