οπωρικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οπωρικό | τα | οπωρικά |
γενική | του | οπωρικού | των | οπωρικών |
αιτιατική | το | οπωρικό | τα | οπωρικά |
κλητική | οπωρικό | οπωρικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπωρικό < μεσαιωνική ελληνική ὀπωρικόν < ελληνιστική κοινή ὀπωρικός < αρχαία ελληνική ὀπώρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπωρικό ουδέτερο
- το φρούτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπωρικό
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)