λέξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λέξη οι λέξεις
      γενική της λέξης* των λέξεων
    αιτιατική τη λέξη τις λέξεις
     κλητική λέξη λέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λέξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λέξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λέξις, λεγ--σις > -ξις + -ση < -ξη < λέγω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈle.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λέ‐ξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λέξη θηλυκό

  1. (γλωσσολογία, γραμματική) η κύρια μονάδα της γλώσσας από άποψη συντακτική, γραμματική και σημασιολογική· αποτελεί ένα σύνολο φθόγγων που αρθρώνονται ενιαία, φέρει νόημα και αποτελείται από ένα ή περισσότερα μορφήματα
    κλιτή λέξη, άκλιτη λέξη, μονοσύλλαβη, πολυσύλλαβη λέξη
    Αυτή η πρόταση περιέχει έξι λέξεις.
  2. (μεταφορικά) φράση, κουβέντα
    Δεν είπε λέξη όλο το βράδυ.
  3. (πληροφορική) η μικρότερη μονάδα μνήμης, για την μεταφορά και επεξεργασία εντολών και δεδομένων. Το μέγεθος της λέξης έχει συγκεκριμένο αριθμό bits (m = 1, 2, 4, 8, 16, 32, κλπ.) που εξαρτάται από το ψηφιακό σύστημα και μπορεί να αναπαραστήσει 2m τιμές.
    → δείτε τη λέξη ψηφιολέξη (byte)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική:

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με θέμα λεξ-

→ και δείτε τις λέξεις λεκτικός και λέγω για περισσότερα θέματα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]