Βασίλειο των Βουργουνδών
Το Βασίλειο των Βουργουνδών (411 - 534) ή Πρώτο Βασίλειο της Βουργουνδίας ήταν ένα βασίλειο που ιδρύθηκε από Βουργουνδούς ένα από τα Γερμανικά φύλα, στην Ρηνανία και κατόπιν στην Σαβοΐα τον 5ο αιώνα. Οι Βουργουνδοί ήταν Ανατολική Γερμανική φυλή που πιστεύεται ότι είχε μεταναστέψει στο λεκανοπέδιο του Βιστούλα από το Σκανδιναβικό νησί Μπόρνχολμ τον 3ο αιώνα μετά Χριστόν. Ο πρώτος καταγεγραμμένος, αλλά όχι ιστορικά επιβεβαιωμένος βασιλιά των Βουργουνδών ήταν ο Γεβίκκας, ο οποίος έζησε στα τέλη του 4ου αιώνα.
Δημιουργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Αλανοί, οι Βάνδαλοι, οι Σουηβοί και πιθανόν και οι Βουργουνδοί διέσχισαν τον Ρήνο και εισέβαλαν στην Γαλατία (406). Οι Βουργουνδοί εγκαταστάθηκαν ως Φοιδεράτοι στην Ρωμαϊκή επαρχία της Τζερμάνια Σεκούντα κατά μήκος του Μέσου Ρήνου. Το 411 μ.Χ. ο Βουργουνδός βασιλιάς Γκούντερ σε συνεργασία με τον βασιλιά των Αλανών Γκόαρ, έβαλε στο θρόνο ως αυτοκράτορα μαριονέτα τον Ιοβίνο. Με το πρόσχημα της αυτοκρατορικής εξουσιοδότησης, ο Γκούντερ εγκαταστάθηκε στην δυτική (δηλαδή τη Ρωμαϊκή) όχθη του Ρήνου, μεταξύ των ποταμών Λάουτερ και Ναέ, καταλαμβάνοντας τους οικισμούς του Μπορμπετομάγκους (σημερινό Βορμς), Σπάιερ και Στρασβούργο. Προφανώς στα πλαίσια ανακωχής, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ονώριος τους "παραχώρησε" αργότερα αυτά τα εδάφη. Οι Βουργουνδοί δημιούργησαν το πρώτο Βασίλειο της Βουργουνδίας με πρωτεύουσα το Μπορμπετομάγκους. Ο Ολυμπιόδωρος ο Θηβαίος επίσης αναφέρει κάποιον Γουντιάριο ο οποίος αποκαλούταν "ηγέτης των Βουργουνδων" στα πλαίσια του σφετερισμού της Τζερμάνια Σεκούντα από τον Ιοβίνο το 411.[1] Παρά το νέο τους στάτους ως Φοιδεράτοι, οι Βουργουνδικές επιδρομές στην Ρωμαϊκή άνω Gallia Belgica (Γκάλια Μπέλγκικα) έφτασαν σε σημείο που έγιναν ανυπόφορες για τους Ρωμαίους, τερματίστηκαν με βία όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Φλάβιος Αέτιος κάλεσε Ούνους μισθοφόρους που κατέλαβαν το βασίλειο το 437. Ο Γκούντερ σκοτώθηκε στη μάχη, απ’ ό, τι αναφέρεται με την πλειοψηφία των Βουργουνδών.[2]. Η εκστρατεία αυτή ήταν η πηγή του μεσαιωνικού ποιήματος Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν.
Διανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Γκούντερ τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς ο γιος του Γκουντέριχος (437). Μετά το 443 οι υπόλοιποι Βουργουνδοί εγκαταστάθηκαν από τον Αέτιο στην περιοχή της Sapaudia (Σαβοΐα), σήμερα περιοχή της κεντρικής Γαλλίας, πάλι ως Φοιδεράτοι, στην Ρωμαϊκή επαρχία της Maxima Sequanorum (Μάξιμα Σεκβανόρουμ), όπου και εγκατέστησαν την πρωτεύουσά τους στο Λούγδουνο (σημερινή Λυών). Η προσπάθειά τους να επεκτείνουν το βασίλειό τους προς τα κάτω στον ποταμό Ροδανό τους έφερε σε σύγκρουση με το Βησιγοτθικό Βασίλειο στα νότια. Το 451 ο Γκουντέριχος ένωσε τις δυνάμεις του με τον Αέτιο εναντίον του Αττίλα, των βασιλιά των Ούνων, στη μάχη Μάχη των Εθνών. Όταν ο Γκουντέριχος πέθανε το 473, το βασίλειο μοιράστηκε μεταξύ των τεσσάρων γιων του: των Γουνδοβάδος (473-516 στη Λυών, βασιλιάς όλων των Βουργουνδών από το 480), Χιλπέριχος Β΄ της Βουργουνδίας (473-493 στη Βαλάνς), Γκουντομάρ (473-486 στη Βιέν) και Γοδεγίσελος (473-500, στη Βιέν και τη Γενεύη). Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476, ο Βασιλιάς Γουνδοβάδος συμμάχησε με τον ισχυρό Φράγκο βασιλιά Κλόβις Α΄ εναντίον της απειλής του Οστρογότθου Θευδέριχου του Μέγα. Έτσι, μπόρεσε να εξασφαλίσει τις Βουργουνδικές του κτήσεις, και να εκδώσει επίσης τον "Λεχ Βουργουνδιόνουμ", έναν αρχαίο Γερμανικό νομικό κώδικα. Αργότερα, όταν η Ρώμη δεν μπορούσε πλέον να προστατέψει τους κατοίκους της Γαλατίας, η Σεκουάνοι ενσωματώθηκαν στο νεοϊδρυθέν Βασίλειο της Βουργουνδίας[3].
Η Φραγκική κατάκτηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Τουρώνη (538–594), ο Γουνδοβάδος σκότωσε τον αδελφό του Χιλπέριχο Β΄ και εξόρισε την κόρη του Κλοτίλδη (493). Η Κλοτίλδη παντρεύτηκε με τον Κλόβις Α΄, Μεροβίγγειο Βασιλιά των Φράγκων που είχε μόλις κατακτήσει την βόρεια Γαλατία. Η παρακμή του βασιλείου άρχισε όταν δέχτηκε επίθεση από τους πρώην Φράγκους συμμάχους του. Το 523 οι γιοι του βασιλιά Κλόβις Α΄ εκστράτευσαν στα Βουργουνδικά εδάφη, παρακινούμενοι από την μητέρα τους Κλοτίλδη, σε εκδίκηση της θανάτωσης του πατέρα της από τον Γουνδοβάδος. Οι Φράγκοι κατέλαβαν προσωρινά την Βουργουνδία αιχμαλώτισαν τον βασιλιά Σιγισμόνδο, αλλά ο μικρότερος αδελφός του βασιλιά Γκοντομάρ Γ΄ την ανακατέλαβε αμέσως μετά (524).
Ο Θευδέριχος Α΄, ο Χλωδόμηρος, ο Χιλδεβέρτος Α΄ και ο Χλωτάριος Α΄ προχώρησαν στην "Α΄ Βουργουνδιακή Εκστρατεία" (524). Οι Φράγκοι έφτασαν στην κοιλάδα του Ιζέρ αλλά συνετρίβησαν στην "μάχη του Βεζερόνς" (25 Ιουνίου 524), στην μάχη σκοτώθηκε ο Χλωδόμηρος. Ο Γκοντομάρ Γ΄ με την βοήθεια του μεγάλου συμμάχου του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου του Μέγα ανακατέλαβε το Βασίλειο των Βουργουνδών.[4]. Όταν ξέσπασε κρίση διαδοχής στο Βασίλειο των Οστρογότθων και έχασαν οι Βουργουνδοί την προστασία τους οι Φράγκοι προχώρησαν στην "Β΄ Βουργουνδική Εκστρατεία". Ο Γκοντομάρ Γ΄ δραπέτευσε αλλά καταδιώχθηκε και θανατώθηκε, οι Φράγκοι κατέλαβαν οριστικά την Βουργουνδία που μοιράστηκε ανάμεσα στα αδέλφια (534).[5]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bury, J.B. The Invasion of Europe by the Barbarians. London: Macmillan and Co., 1928.
- Dalton, O.M. The History of the Franks, by Gregory of Tours. Oxford: The Clarendon Press, 1927.
- Drew, Katherine Fischer. The Burgundian Code. Philadelphia: University of Pennsylvania Press, 1972.
- Guichard, Rene, Essai sur l'histoire du peuple burgonde, de Bornholm (Burgundarholm) vers la Bourgogne et les Bourguignons, 1965, published by A. et J. Picard et Cie.
- Murray, Alexander Callander. From Roman to Merovingian Gaul. Broadview Press, 2000.
- Musset, Lucien. The Germanic Invasions: The Making of Europe AD 400-600. University Park, Pennsylvania: The Pennsylvania State University Press, 1975.
- Rolfe, J.C., trans, Ammianus Marcellinus. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, 1950.
- Wood, Ian N. ‘Ethnicity and the Ethnogenesis of the Burgundians’. In Herwig Wolfram and Walter Pohl, editors, Typen der Ethnogenese unter besonderer Berücksichtigung der Bayern, volume 1, pages 53–69. Vienna: Denkschriften der Österreichische Akademie der Wissenschaften, 1990.