δικός
Greek
editEtymology
editFrom Byzantine Greek δικός (dikós), from Ancient Greek ἰδικός (idikós), from Ancient Greek ἴδιος (ídios).
Pronunciation
editPronoun
editδικός • (dikós) m (feminine δική or δικιά, neuter δικό) a possessive adjective
- (followed by possessive pronoun) mine, yours, his, hers, its, ours, theirs
- Αυτός είναι δικός μου. ― Aftós eínai dikós mou. ― That's mine.
- Ποια φούστα είναι δικιά σου; ― Poia foústa eínai dikiá sou? ― Which skirt is yours?
- Να η δικιά μου! ― Na i dikiá mou! ― There's mine!
- Αυτές είναι οι δικές μου καραμέλες. Εσύ έφαγες όλες τις δικές σου. ― Aftés eínai oi dikés mou karaméles. Esý éfages óles tis dikés sou. ― Those are my own sweets. You ate all of yours.
- (usually preceded by the article and followed by possessive pronoun) my, your, his, her, its, our, their (emphatic form)
- Ο δικός μου σκύλος ― O dikós mou skýlos ― My (own) dog.
- Ποιο είναι καλύτερο, το δικό σου ή το δικό μου σπίτι; ― Poio eínai kalýtero, to dikó sou í to dikó mou spíti? ― Which is better, my house or yours?
- Οι δικοί μου άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται έτσι. ― Oi dikoí mou ánthropoi den symperiférontai étsi. ― My people don't behave like that.
Declension
editDeclension of δικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δικός • | δική • / δικιά • | δικό • | δικοί • | δικές • | δικά • |
genitive | δικού • | δικής • / δικιάς • | δικού • | δικών • | δικών • | δικών • |
accusative | δικό • | δική • / δικιά • | δικό • | δικούς • | δικές • | δικά • |
vocative | δικέ • | δική • / δικιά • | δικό • | δικοί • | δικές • | δικά • |
Categories:
- Greek terms inherited from Byzantine Greek
- Greek terms derived from Byzantine Greek
- Greek terms inherited from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek pronouns
- Greek terms with usage examples
- Greek adjectives in declension ός-ή-ιά-ό
- Greek adjectives