prothèse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
prothèse prothèses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prothèse (fr) θηλυκό