flamme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flamme | flammes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flamme (fr) θηλυκό
- η φλόγα
- κατ' αναλογία με την επιμήκη κυματιστή μορφή μιας φλόγας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flamme (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flamme (no)