counsel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]counsel (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (νομικός όρος) ο συνήγορος, δικηγόρος ή ομάδα δικηγόρων που υπερασπίζουν κάποιον στο δικαστήριο
- ⮡ counsel for the plaintiff/for the defendant - συνήγορος του ενάγοντος/του εναγομένου
- ⮡ counsel for the defense - συνήγορος υπερασπίσεως
Ρήμα
[επεξεργασία]counsel (en)
- (επίσημο) συμβουλεύω κάποιον να κάνει κάτι
- ⮡ The police counseled us against traveling at night.
- Η αστυνομία μας συμβούλεψε να μην ταξιδέψουμε νύχτα.
- ⮡ The police counseled us against traveling at night.