advice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]advice (en)
- (μη μετρήσιμο) η συμβουλή, η σύσταση, η υπόδειξη
- ⮡ He gave me advice plus money as well.
- Μου 'δωσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
- ⮡ I followed the doctor’s advice.
- Ακολούθησα τη σύσταση του γιατρού.
- ⮡ the advice of the committee - οι υποδείξεις της επιτροπής
- ≈ συνώνυμα: pointer, recommendation, suggestion και tip
- ⮡ He gave me advice plus money as well.
Ανορθογραφία
[επεξεργασία]advice (en)
- λανθασμένη γραφή του ρήματος advise