σύμβουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύμβουλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύμβουλος αρσενικό ή θηλυκό
- που δίνει συμβουλές
- στενός συνεργάτης πολιτικού που του δίνει συμβουλές
- εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με ειδικά προσόντα που έχει ως αποστολή του να συμβουλεύει τους εκπαιδευτικούς σχετικά με τη διδασκαλία των μαθημάτων τους· σχολικός σύμβουλος
- (μεταφορικά) οτιδήποτε μας παροτρύνει να κάνουμε κάτι
- η βιασύνη δεν είναι καλός σύμβουλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχολικός σύμβουλος