σκεύος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκεύος | τα | σκεύη |
γενική | του | σκεύους | των | σκευών |
αιτιατική | το | σκεύος | τα | σκεύη |
κλητική | σκεύος | σκεύη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκεύος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκεύη, πληθυντικός του σκεῦος (δοχείο)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsce.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκεύ‐ος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκεύος ουδέτερο
- καθένα από τα διάφορα αντικείμενα για οικιακή ή άλλη χρήση (π.χ. μαγείρεμα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδιασκεύαστος
- ακατασκεύαστος
- ανακατασκευάζω & συγγενικά
- ανασκευάζω & συγγενικά
- αποσκευή
- αποσυσκευάζω & συγγενικά
- αρτοσκεύασμα
- διασκευάζω & συγγενικά
- επισκευάζω & συγγενικά
- ιδιοσκεύασμα
- ιπποσκευή
- κατασκευάζω & συγγενικά
- μετασκευάζω & συγγενικά
- μηχανοκατασκευή
- μικροαποσκευή
- μικροσυσκευή
- νομοπαρασκευαστικός
- ξυλοκατασκευή
- οικοσκευή
- παρασκευάζω & συγγενικά
- Παρασκευή
- προκατασκευάζω & συγγενικά
- προπαρασκευάζω & συγγενικά
- σκεύασμα
- σκευή
- σκευοφόρος
- σκευοφύλακας
- σκευοφυλάκιο
- σκευωρώ & συγγενικά
- συσκευάζω & συγγενικά
- χειραποσκευή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκεύος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ {Π:ΛΚΝ}}
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)