πρόθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόθεση | οι | προθέσεις |
γενική | της | πρόθεσης* | των | προθέσεων |
αιτιατική | την | πρόθεση | τις | προθέσεις |
κλητική | πρόθεση | προθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόθεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόθεσις < προτίθημι < πρό (μπροστά) + τίθημι (βάζω)
- για τη γραμματική και για τον εκκληστιαστικό όρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόθεσις < αρχαία ελληνική πρόθεσις
- για την ιατρική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prothèse < υστερολατινική prothesis, prosthesis < ελληνιστική κοινή πρόσθεσις με παρασύνδεση [1][2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόθεση θηλυκό
- η συνειδητή βούληση που κινητοποιεί κάποιον να τείνει προς κάποιον σκοπό
- ↪ Δεν είχα την πρόθεση να σε προσβάλω.
- ↪ Έχω την πρόθεση να κάνω κάτι.
- (γραμματική) άκλιτη λέξη που μπαίνει μπροστά από ονόματα ή επιρρήματα για να φανερώσει μαζί τους τόπο, χρόνο, αιτία, τρόπο, κλπ.· μπορεί επίσης να συντεθεί με άλλες λέξεις και να μεταβάλει έτσι την έννοιά τους
- ↪ <μερικές προθέσεις της νέας ελληνικής, όπως η «αντί» και η «μεταξύ», συντάσσονται με γενική.
- (ιατρική) μηχανισμός που χρησιμεύει στην αντικατάσταση ενός μέλους του σώματος ή ενός οργάνου
- (εκκλησιαστικός όρος) η παρουσίαση των τίμιων δώρων στο ιερό για τη θεία ευχαριστία
- (αρχιτεκτονική, στους βυζαντινούς ναούς) χώρος στα αριστερά (βόρεια) του ιερού, που συχνά καταλήγει σε μικρή αψίδα, όπως και το διακονικό στην άλλη πλευρά του ιερού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απρόθετος
- εμπρόθετος
- προθετικός
- προθήκη
- → δείτε και τη λέξη προτίθεμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχική κίνηση
γραμματικός όρος
ιατρικός όρος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πρόθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)