εμπειρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]εμπειρία < αρχαία ελληνική ἐμπειρία < ἔμπειρος < ἐν + πεῖρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμπειρία θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- εμπειριοκρατία
- εμπειριοκρατικός
- εμπειριοκριτικισμός
- εμπειρογνώμονας (εμπειρογνώμων)
- εμπειρογνωμοσύνη
- εμπειροπόλεμος
- εμπειροτέχνης
- εμπειροτεχνία
Σημειώσεις
[επεξεργασία]δεν είναι συνώνυμη με την πείρα η οποία συνήθως αναφέρεται σε μεμονωμένα βιώματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμπειρία
|