άτομο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άτομο τα άτομα
      γενική του ατόμου των ατόμων
    αιτιατική το άτομο τα άτομα
     κλητική άτομο άτομα
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άτομο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄτομον, ουδέτερο του επιθέτου ἄτομος < ἀ- στερητικό + τέμνω (αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈa.to.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐το‐μο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άτομο ουδέτερο

  1. ένας μεμονωμένος άνθρωπος, ένα πρόσωπο
    ⮡  οι συνέπειες ενός φαινομένου για το άτομο και την κοινωνία
     αντώνυμα: σύνολο, συλλογικότητα, κοινωνία
  2. (ειρωνικά)
    Ρε το άτομο!, τι μας είπε πάλι!
  3. (χημεία) η ελάχιστη μονάδα ενός χημικού στοιχείου
    ⮡  το μόριο του νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]