συμβουλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβουλή < αρχαία ελληνική συμβουλή < συμ- (συν-) + βουλή
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυμβουλή θηλυκό
- η άποψη κάποιου ειδικού (ή ενός που γνωρίζει καλά ένα θέμα ή έχει εμπειρία), που απευθύνεται σε άτομο λιγότερο ειδικό (ή με λιγότερες ή καθόλου γνώσεις) και το κατευθύνει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασυμβούλευτος
- εθνοσύμβουλος
- ηγουμενοσυμβούλιο
- μυστικοσύμβουλος
- συμβουλάτορας
- συμβουλευτής
- συμβουλευτικά
- συμβουλευτικός
- συμβουλεύω / συμβουλεύομαι
- συμβούλιο
- σύμβουλος
- → δείτε τις λέξεις συν και βουλή