ανδρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανδρικός | η | ανδρική | το | ανδρικό |
γενική | του | ανδρικού | της | ανδρικής | του | ανδρικού |
αιτιατική | τον | ανδρικό | την | ανδρική | το | ανδρικό |
κλητική | ανδρικέ | ανδρική | ανδρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανδρικοί | οι | ανδρικές | τα | ανδρικά |
γενική | των | ανδρικών | των | ανδρικών | των | ανδρικών |
αιτιατική | τους | ανδρικούς | τις | ανδρικές | τα | ανδρικά |
κλητική | ανδρικοί | ανδρικές | ανδρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανδρικός < αρχαία ελληνική ἀνδρικός. Μορφολογικά αναλύεται σε άνδρας + -ικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.ðɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐δρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαανδρικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνδρα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανδρικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανδρικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας